- ἀπαλλαγῶμεν
- ἀπαλλάσσωset freeaor subj pass 1st pl (attic epic doric)ἀπαλλάσσωset freeaor subj pass 1st pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λογοδιάρροια — η (Α λογοδιάρροια) ακατάσχετη φλυαρία («ἕως ἂν τῆς λογοδιαρροίας ἀπαλλαγῶμεν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + διάρροια (< διά + ρροια < ῥέω)] … Dictionary of Greek